Το παρόν κείμενο συνιστά τη γραπτή, ηπίως αλλαγμένη εκδοχή της διάλεξης-ομιλίας που δόθηκε στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κύπρου στις 18 Οκτωβρίου 2019, ύστερα από την ευγενική πρόσκληση του Ομίλου Αρχαίου Ελληνικού και Ρωμαϊκού Κόσμου, του Πανεπιστημίου Κύπρου. Ο ομιλητής θέλει να ευχαριστήσει ξανά, κι από εδώ, τον Όμιλο και τους εκλεκτούς του ανθρώπους. Το κείμενο διατηρεί, ως είναι εύλογο, την προφορική υφή της ομιλίας. Δημοσιεύεται, λόγω έκτασης, σε δύο μέρη. Στο τέλος, ακολουθούν κάποιες επιλεγμένες πηγές, για τα θέματα που θίγονται στην ομιλία.
1. Το δίκαιο, οι Ρωμαίοι και εμείς
Η νομική ιστορία έχει αυτήν την παράξενη μοίρα να είναι μια αμφίβια οντότητα, που ζει κι αναπνέει, εξίσου, μέσα στην επιστήμη του δικαίου και μέσα στην επιστήμη της ιστορίας· και όμως για την πρώτη μένει ένας πτωχός συγγενής, ενώ για τη δεύτερη ίσως ένας οικείος ξένος. Παρόλα αυτά, η σπουδή της νομικής ιστορίας μπορεί να αποβεί εξόχως ωφέλιμη, διττά – και για τις δυο επιστήμες. Μπορεί να εμφυσήσει στον νομικό μια κριτική αντίληψη για το ίδιο το αντικείμενό του, ώστε να μη βλέπει το δίκαιο εν κενώ ή ως κάτι ξέχωρο απ’ την κοινωνία. Διά της ιστορίας φωτίζεται καλύτερα το δίκαιο. Αλλά –επίσης– και μέσα από το δίκαιο μπορούμε να μπούμε καλύτερα στην ιστορία. Η νομική ιστορία είναι έκφανση της κοινωνικής ιστορίας, έχει σαν ήρωές της τους καθημερινούς κοινωνούς: όσους, σε μια δεδομένη ιστορική περίοδο κάνουν συναλλαγές, εγκλήματα, υπερψηφίζουν ένα νόμο, πλουτίζουν ή κακοπαθαίνουν.
Η μέθοδος κι ευαισθησία αυτή, με τις οποίες έρχεται να μας προικίσει η ιστορία του δικαίου, μπορεί να φανεί εξαιρετικά γόνιμη για ένα γνώριμο κεφάλαιο ιστορικών μελετών, που είναι η αρχαία Ρώμη. Η σπουδή του ρωμαϊκού δικαίου μας τρέπει, από τη μια, να δούμε πέρα από τις αιματοβαμμένες ή πικάντικες σελίδες οι οποίες παρουσιάζονται, ενίοτε αποκλειστικά, για ρωμαϊκή ιστοριογνωσία (βλ. πολεμικά χρονικά, διαδοχές αυτοκρατόρων κοκ., συν ολίγη από την απαραίτητη οσμή και ιαχή αρένας). Η νομική εστίαση μπορεί να οξύνει την κοινωνική και οικονομική μας γνώση για την αρχαία Ρώμη. Εξίσου από την άλλη μπορεί –ακριβώς χάρη στη βαρύνουσα ιστορική σημασία που έμελλε να λάβει, όπως θα το δούμε και θα αναλύσουμε, το ρωμαϊκό δίκαιο– να συμβάλει στη διαυγέστερη κατανόηση των νομικών και πολιτικών μας θεσμών, στο σήμερα.
Συνηθίζουμε να λέμε (πρόκειται για ένα απόφθεγμα που αντλείται από τον Γάλλο ποιητή και συγγραφέα Πωλ Βαλερύ και μια ομιλία του «περί της κρίσης του πνεύματος», έτους 1919 [La crise de l’esprit]) ότι την ευρωπαϊκή νεωτερική ταυτότητα ορίζουν η Ιερουσαλήμ (ως ρίζα της χριστιανικής κουλτούρας), η Αθήνα (με την κλασική της κληρονομιά) και η Ρώμη (με το δίκαιό της). Ας μην παρακάμπτουμε πάντως, για να είμαστε ακριβείς, ότι τη μεν πρώτη οι νεωτερικοί θεσμοί χρειάστηκε για να έρθουν στο προσκήνιο να την αμφισβητήσουν (βλ. την κριτική στην οργανωμένη θρησκεία και στο θεολογικό σύστημα σημασιών)· τη δε δεύτερη στην ουσία να την επανεύρουν ή και να την εφεύρουν (βλ. Αναγέννηση, κλασικές σπουδές κοκ.)· ενώ η τρίτη ήταν ήδη εκεί: Το ρωμαϊκό δίκαιο είναι εν πολλοίς ζων δίκαιο καθ’ όλη την περίοδο ανάδυσης των Νέων Χρόνων· και όταν δεν είναι, είναι ζωοποιός παράγοντας – τόσο για τις νομικές όσο και τις ευρύτερες ιστορικές εξελίξεις.
2. Ab urbe condita
Θα παρακολουθήσουμε τη μακρά ιστορία επιβίωσης κι ακτινοβολίας του ρωμαϊκού δικαίου, μα πρώτα πρέπει να δοθούν κάποιες εισαγωγικές διευκρινίσεις για το αντικείμενο αναφοράς μας, τις περιόδους και τις πηγές του κ.λπ. Ως ρωμαϊκό δίκαιο ορίζουμε, πολύ απλά, το δίκαιο της πολιτείας της Ρώμης, από την ίδρυσή της –κατά παράδοση, το 753 π.Χ.– και μέχρι τον 5ο αιώνα, εποχή κατάρρευσής της ως υποστατής πολιτείας (βλ. ανάδυση αυτοτελών βασιλείων στη Δύση – και ενώ στο, ήδη διαχωρισμένο, ανατολικό τμήμα με πρωτεύουσα τη Νova Roma του Βοσπόρου εδραιωνόταν η οντότητα που έμελλε να αποκληθεί Βυζαντινή Αυτοκρατορία). Για τις περιόδους της ρωμαϊκής ιστορίας ακολουθείται, ως γνωστόν, η τριπλή διάκριση βάσει πολιτευμάτων σε: 1. ρωμαϊκή βασιλεία, από τη θρυλούμενη ίδρυσή της, το 753 π.Χ., και μέχρι την εκθρόνιση του τελευταίου βασιλιά, το 509 π.Χ.· 2. αβασίλευτη-ρεπουμπλικανική ρωμαϊκή πολιτεία (res publica romana), από τότε και μέχρι την ανακήρυξη του Οκταβιανού, νικητή των περίφημων ρωμαϊκών εμφυλίων πολέμων, σε Αυτοκράτορα το 31 π.Χ.· τέλος 3. και μέχρι την κατάρρευσή της, το 476 μ.Χ., ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Στο διάβα αυτών των εξελίξεων η Ρώμη σταδιακά μετατράπηκε από μια πόλη μερικών χιλιάδων κατοίκων, στην κεντροδυτική ιταλική επαρχία του Λατίου, σε αυτοκρατορία που απλώνεται από τη Βρετανία έως την Ασία και της οποίας το δίκαιο, ούτε λίγο ούτε πολύ, ορίζει τη ζωή του ενός τετάρτου του τότε παγκόσμιου πληθυσμού.
Για το δίκαιο, εντούτοις, ακολουθούμε μια διαφορετική διαίρεση, η οποία εντός του ως άνω ιστορικού – πολιτειακού πλαισίου παρακολουθεί κι αποτιμά τις δικαιικές στιγμές κι εξελίξεις. Διακρίνουμε σε μια πρώτη, αρχαϊκή και προκλασική περίοδο· ακολουθεί η κλασική περίοδος της ιστορίας του ρωμαϊκού δικαίου και κλείνει η –λεγόμενη– μετακλασική. Αρχικώς το δίκαιο είναι άγραφο, μπλεγμένο με θρησκευτικές σημασίες: προνομιακά κλειδιά για την εφαρμογή φέρει η ευγενής τάξη των πατρικίων και για την ερμηνεία η ιερατική συντεχνία (ποντίφηκες). Την προκλασική περίοδο σφραγίζει η καταγραφή και δημοσιοποίηση εντέλει του δικαίου το 450-449 π.Χ., κατά τη ρεπουμπλικανική περίοδο και κάτω από τη φλογερή διεκδίκηση, όπως τα περιγράφει ο Τίτος Λίβιος, της τάξης των πληβείων· και η σταδιακή ανάδυση/διαμόρφωση του κλάδου των νομικών – νομομαθών (iuris prudentes). Η καλούμενη κλασική περίοδος, που έπεται, είναι αυτή ακριβώς της άνθισης της νομικής ως επιστήμης (βλ. συγγράμματα δικαίου, νομικές σχολές, φιγούρες που έμειναν γνωστές ως «μεγάλοι νομικοί της Ρώμης»): εκτείνεται από την ύστερη ρεπουμπλικανική περίοδο μέχρι τον 3ο μεταχριστιανικό αιώνα. Ακολουθεί η μετακλασική περίοδος, στην οποία η βασική νομική συμβολή είναι πια δευτερογενής, αφορά την επεξεργασία και την κωδικοποίηση των κλασικών έργων.
Γύρω στο 450 π.Χ., ως είπαμε, λαμβάνει χώρα η κωδικοποίηση του ως τότε άγραφου δικαίου, με τη σύνταξη και θέση σε δημόσια θέα δώδεκα χάλκινων πινάκων, γνωστών ευρέως και ως Δωδεκάδελτος ή αλλιώς «πρώτο δίκαιο της Ρώμης». Η ρωμαϊκή πολιτεία εδώ ακολουθεί ένα κάπως γενικό μοτίβο των αρχαίων πόλεων, κατά την αρχαϊκή – πρώιμα κλασική περίοδο. Μια ορισμένη φάση εξορθολογισμού (και νέας αποκρυστάλλωσης ταξικών σχέσεων) επιτελείται: με διεύρυνση της πολιτικής ζωής σε συνελεύσεις, καθιέρωση αιρετών αξιωμάτων αρχόντων, θέσπιση φορολογίας και είσοδο στο γραπτό δίκαιο. Η Δωδεκάδελτος φωτογραφίζει μία κατά βάση παραδοσιακή κοινωνία, με πατριαρχιακό πρόσημο (βλ. τις ρυθμίσεις για τον πατέρα -αρχηγό του οίκου, pater familias)· στεγανές ταξικές ιεραρχίες (βλ. την απαγόρευση επιγαμίας μεταξύ πατρικίων και πληβείων)· και αγροτική οικονομία (π.χ. κανόνας για το ότι, εάν κάποιο ζώο καταστρέψει τη σοδειά ενός άλλου, ο ιδιοκτήτης του ζώου πρέπει είτε να αποκαταστήσει τη ζημία, είτε να παραδώσει το ζώο). Εμφανίζει, ωστόσο, και φωτογραφία μιας κοινωνίας σε μετάβαση: Το δίκαιο είναι εξολοκλήρου μη θρησκευτικό (κοσμικό), αφήνει τους αρχαϊσμούς, όπως το δίκαιο της ανταπόδοσης ή καθαρτήριες υποτίθεται τιμωρίες (λ.χ. ποινή του προδότη να απαγχονίζεται από ένα ξερό δέντρο ώστε να μη μολυνθεί η γη από το μίασμα)· κυρίως δε, αποδέχεται συνειδητά τη μεταβολή: για τούτο μαρτυρεί η περίφημη –και θεμελιώδης έκτοτε για το δίκαιο– αρχή ότι «νεώτερη ρύθμιση για το ίδιο θέμα, υπερισχύει της παλιότερης», κάτι που εισάγουν οι τελευταίες διατάξεις της Δωδεκαδέλτου.
Ο Τίτος Λίβιος και ο Κικέρωνας κατονομάζουν τη Δωδεκάδελτο ως την πρωταρχή του δικαίου της Ρώμης. Στο νομικό περιβάλλον της αβασίλευτης Ρώμης, το δίκαιο πια εξελίσσεται με τους νόμους που ψηφίζουν αρμοδίως οι συνελεύσεις των πολιτών (leges). Έχουμε παραδείγματος χάρη, για να αναφέρουμε δύο σημαντικά νομοθετήματα, τον Ακουίλιο νόμο (lex aquilia) περί ζημιών κι αποζημιώσεων γύρω στο 286 π.Χ.· ή τον Φαλκίδιο νόμο (lex falcidia), περί των όρων και περιορισμών στη σύνταξη διαθήκης, κάπου στα 41-40 π.Χ. Σημαίνουσα πηγή του δικαίου, περαιτέρω, συνιστούν τα διατάγματα που εκδίδουν οι άρχοντες (edicta). Μεταξύ δε τούτων, ιδιαίτερη σημασία για την εφαρμογή του δικαίου έχει ο ετήσιος κατάλογος που εξέδιδε υπό τη μορφή διατάγματος ο πραίτορας (praetor), επιφορτισμένος ας το πούμε έτσι άρχοντας με τη διοίκηση της Δικαιοσύνης. Στον κατάλογο αυτόν, τυποποιούνται οι διαθέσιμες, βάσει των ισχυόντων νόμων, αγωγές ή τα νομικά μέσα που έχουν οι πολίτες προς επιδίωξη των εννόμων συμφερόντων τους (π.χ. αγωγή για τη διεκδίκηση προίκας ή την ακύρωση διαθήκης). Ακριβή εικόνα για το τι λογίζεται ως πηγή δικαίου της Ρώμης την εποχή εκείνη μας δίνει το ακόλουθο απόσπασμα του Κικέρωνα (Τοπικά, 44 π.Χ.): «δίκαιο θεωρούνται οι νόμοι, τα ψηφίσματα της Συγκλήτου, τα διατάγματα των αρχόντων, οι αποφάσεις των δικαστών, οι γνωμοδοτήσεις των νομομαθών, το έθιμο και η επιείκεια».
Βρισκόμαστε ήδη σε μια εποχή διευρυμένης ανταλλαγής αγαθών κι εξελιγμένου κοινωνικού καταμερισμού (με άξονα, πάντα, την εκμετάλλευση της εργασίας δούλων σε επίπεδο άμεσης παραγωγής). Έχουμε επίσης ως δεδομένη την ευρεία διοικητική επέκταση της Ρώμης, καθώς και σχετικά αναπτυγμένα δίκτυα μεταφορών, χερσαίων ή θαλάσσιων (ας μη λησμονούμε ότι μέρη του οδικού δικτύου που κατασκεύασαν οι Ρωμαίοι ανά την Ευρώπη υφίστανται ακόμα). Σε πολιτικό επίπεδο, έχει σε γενικές γραμμές και για μακρό χρονικό διάστημα επιτευχθεί μια σχετική εξομάλυνση σε επίπεδο ταξικών ισορροπιών (βλ. με συμμετοχή των πληβείων σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής ζωής και ένα σχετικό consensus ανάμεσα σε αντιμαχόμενες μερίδες των ανώτερων στρωμάτων). Με φόντο όλα τα παραπάνω πρέπει να διαβαστεί κι η ανάπτυξη της νομικής, κυρίως στο επίπεδο του δικαίου των συμβάσεων και της περιουσίας. Θα πρέπει να μείνουμε όμως, λίγο παραπάνω, στη συμβολή των νομικών.
3. Τι είναι – και τι κάνει – ένας νομικός
Η γέννηση της νομικής επιστήμης ως επιστήμης (βλ. γνωστικό αντικείμενο με συνοχή και δική του μέθοδο) αποτελεί τιμητικό δημιούργημα της αρχαίας Ρώμης. Στην ελληνική αρχαιότητα, συναντάμε τη φιγούρα του φιλοσόφου που στοχάζεται και συγγράφει περί δίκαιης πολιτείας ή αρετής· έχουμε τον ρήτορα που συντάσσει κι εκφέρει δημόσιους λόγους (ενίοτε και με την αφορμή μιας δίκης, βλ. λόγους δικανικούς)· δεν υφίσταται, εντούτοις, ο περί δικαίου ειδικός: κάποιος που έχει περάσει από τυπική νομική εκπαίδευση και θεραπεύει ένα αυτοτελές πεδίο του επιστητού, διακριτό π.χ. από τη ρητορική, την «τέχνη του κυβερνάν» ή τη φιλοσοφία. Οι νομικοί της Ρώμης διδάσκονται και διδάσκουν δίκαιο, γράφουν και δημοσιοποιούν έργα που είναι κατ’ ακριβολογία νομικά (πάει να πει: αναλύσεις για τους ισχύοντες νόμους, σχολιασμό περιστάσεων εφαρμογής τους, συναγωγή αρχών και συμπερασμάτων κ.λπ.), όπως επίσης και παρέχουν νομική αρωγή και γνωμοδοτήσεις σε πολίτες. Το τελευταίο δε, αξίζει να σημειωθεί, προσφέρεται αμισθί, άνευ αμοιβής: η ιδιότητα του νομικού εκλαμβάνεται μετά τιμής και ως κοινωνική προσφορά, κι όχι ως υπηρεσία ή έργο βιοπορισμού (τούτο ευνοείται κι απ’ το εξής, ευκόλως εννοούμενο, μα όχι παραλειπόμενο: προέρχονται άλλωστε από εύπορα στρώματα).
Τον 1ο μεταχριστιανικό αιώνα, δηλαδή περί την μέση κλασική περίοδο, οι νομικοί χωρίζονται σε δύο οργανωμένες νομικές σχολές, τους Σαβινιανούς (από το όνομα του ιδρυτή – σχολάρχη Sabinus) και τους Προκουλιανούς (από τον Proculus), οι οποίες διακρίνονται για τις φλογερές διαφωνίες τους επί ερμηνευτικών νομικών ζητημάτων. Λ.χ., ο νόμος προστατεύει ειδικώς τα υποζύγια· πότε όμως ένα ζώο θεωρείται υποζύγιο, από τη γέννησή του ή από την ηλικία που μπορεί πλέον να σύρει ή να κουβαλήσει βάρος; Διαφορετικές απαντήσεις και με διαφορετικά κριτήρια έδιναν οι νομικοί που εντάσσονται στους Σαβινιανούς κι αυτοί που ανήκουν στους Προκουλιανούς. Οι επώνυμοι εν συνεχεία νομικοί, ο Παπινιανός, ο Ουλπιανός, ο Κέλσος κ.ά., ακολουθούν και σφραγίζουν με τη δημιουργία τους την ύστερη κλασική περίοδο (2ος – 3ος αιώνας).
Τώρα – θα πρέπει να δοθεί έμφαση στο εξής: οι νομικοί δεν έχουν θέση κρατικού λειτουργού, ούτε κάποιον επίσημο θεσμικό ρόλο. Από την άλλη, όσοι κατέχουν θεσμικό νομικό ρόλο, π.χ. ο πραίτορας ή οι δικαστές, δεν είναι οι ίδιοι νομικοί. Όλοι επομένως, ενδιαφερόμενοι πολίτες και θεράποντες των θεσμών της δικαιοσύνης, απευθύνονται στο νομικό μαντείο που είναι οι νομικοί. Καταφεύγουν στα γραπτά και στις υπηρεσίες τους, ώστε να εύρουν το ισχύον δίκαιο, τις σημασίες και τις εφαρμογές του. Πυλώνας της απονομής και εξέλιξης του νόμου, λοιπόν, δεν είναι οι δικαστικές αποφάσεις (αυτές άλλωστε δεν εκδίδονταν γραπτώς), αλλά οι γνώμες των νομικών: όσες επικαλούνται οι διάδικοι και, κατ’ εξοχήν, αυτές στις οποίες βασίζονται οι δικαστές.
Κατά ευτυχή συγκυρία, μας έχει παραδοθεί ακέραιο ένα έργο, που καταγράφει συστηματικά και προσιτά το δίκαιο της κλασικής περιόδου (διασώθηκε από ένα παλίμψηστο, που βρέθηκε στη Βερόνα, το 1816). Είναι οι Εισηγήσεις (Institutes) του Γάιου, έργο του 160 μ.Χ., που ενείχε ρόλο διδακτικού εγχειριδίου της εποχής – και χώριζε τριμερώς τα περιεχόμενά του, σε δίκαιο των προσώπων, δίκαιο των πραγμάτων και δίκαιο των αγωγών (περίπου, όπως λέμε σήμερα: δίκαιο αστικής κατάστασης, συναλλακτικό και εμπράγματο δίκαιο, δικονομία).
Κατά την ύστερη αυτοκρατορική –και από άποψη νομικής ιστορίας μετακλασική– περίοδο, η δημόσια-πολιτική ζωή φτωχαίνει και η νομική παραγωγή φθίνει. Οι συνελεύσεις των πολιτών δεν έχουν πια νομοθετική λειτουργία, η Σύγκλητος είναι από εκφυλισμένη έως διακοσμητική, κι η αυτοκρατορική αυλή μεταξύ άλλων συγκεντρώνει και τη δικαστική εξουσία. Την περίοδο αποτυπώνει η φράση του Ουλπιανού, νόμος είναι η βούληση του Αυτοκράτορα (πρωτότυπα, το χωρίο έχει ως εξής, quod principia placuit, legis habet vigorem). Το μείζον έργο, που κλείνει αυτήν την περίοδο, έρχεται από το ανατολικό τμήμα και συνιστά –ταυτόχρονα– επιστέγασμα και κύκνειο άσμα της ρωμαϊκής δικαιικής επιστήμης. Η κωδικοποίηση του Ιουστινιανού είναι το απόσταγμα, σχεδόν, μιας χιλιετίας νομικής ιστορίας, από τη Δωδεκάδελτο μέχρι τις ημέρες του. Ειδικότερα, το έργο που ονομάστηκε Πανδέκτης, συντεθειμένο μεταξύ 530 και 533, είναι επί της ουσίας επεξεργασία και συστηματοποίηση του συνόλου των διαθέσιμων, τότε, έργωντων σπουδαίων Ρωμαίων νομικών, σε 50 βιβλία κι υπό τίτλους ενοτήτων (π.χ. βιβλίο 6, τίτλος 1, «αγωγές για την αποκατάσταση της ιδιοκτησίας»). Η Επιτροπή που συνέταξε τον Πανδέκτη (βλ. ετυμολογία από το παν- και δέχομαι/δέκτης, λατ. Digesta) μελέτησε, όπως παραδίδεται, 2000 νομικά συγγράμματα και 6.000.000 εν συνόλω αράδες.